- γαλεόβδολο
- το (Α γαλεόβδολον)ονομασία είδους τσουκνίδας, λάμιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (θ.) βδολ- (πρβλ. βδελυρός, βδέω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek